- ὁμογάλακτες
- ὁμογάλακτεςpersons suckled with the same milkmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομογάλακτες — ὁμογάλακτες, οἱ (Α) 1. άτομα που έχουν ανατραφεί μαζί, που έχουν θηλάσει το ίδιο γάλα, χωρίς όμως να είναι εξ αίματος αδέλφια 2. άτομα που κατάγονταν από την ίδια οικογένεια ή φυλή. [ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. ενός αμάρτυρου τ. *ομογάλαξ < ομ(ο) * + γάλαξ… … Dictionary of Greek
ὁμογάλακτας — ὁμογάλακτες persons suckled with the same milk masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)